ὑποσπαθισμός

ὑποσπαθισμός
ὑποσπαθισμός
an operation
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποσπαθισμός — ὁ, ΜΑ [ὑποσπαθίζω] εγχείρηση κατά την οποία σχίζεται το δέρμα τού κρανίου, εισάγεται πλατύ εργαλείο, ο ὑποσπαθιστήρ*. και έτσι κόβεται το δέρμα …   Dictionary of Greek

  • ὑποσπαθισμοῦ — ὑποσπαθισμός an operation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσπαθισμῷ — ὑποσπαθισμός an operation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσπαθισμόν — ὑποσπαθισμός an operation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσπαθιστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ πλατύ χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται ο ὑποσπαθισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποσπαθίζω + κατάλ. τήρ (πρβλ. βρασ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”